- ἄγυιος
- ἄγυιοςwithout limbsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγυιος — ἄγυιος, ον (Α) αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυῖον (= μέλος)] … Dictionary of Greek
ἄγυια — ἄγυιος without limbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek